- ἀπό-πῡγος
ἀπό-πῡγος, = λισπόπυγος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πῡγος, = λισπόπυγος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάμπυγος — μελάμπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας 2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος προσωνυμία τού Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῑς ἐχθροῑς… … Dictionary of Greek