ἀπό-πλοος

ἀπό-πλοος

ἀπό-πλοος, zsgzgn -πλους, ὁ, Abfahrt zu Schiffe, Her. 8, 79 u. Folgde; ἀπόπλουν ποιεῖσϑαι Pol. 5, 5; Rückfahrt, Xen. An. 5, 6, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek

  • απόπλους — ο (AM ἀπόπλους, Α κ. πλοος) αναχώρηση διά θαλάσσης αρχ. επάνοδος στην πατρίδα διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + πλους, συνηρημ. τ. του πλόος «θαλασσινό ταξίδι»] …   Dictionary of Greek

  • πλοηγός — ο, Ν 1. ναυτ. πλοίαρχος τού εμπορικού ναυτικού ο οποίος έχει διοριστεί, μετά από εξετάσεις, σε ένα λιμάνι για να εκτελεί την πλοήγηση τών πλοίων στο λιμάνι αυτό 2. βοηθητικό σύγγραμμα για τους ναυτιλλομένους, το οποίο ανανεώνεται περιοδικά, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ατμοπλοΐα — η 1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια 2. ατμοπλοϊκή εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοΐα < πλο ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ευήνεμος — η, ο (ΑΜ εὐήνεμος, ον Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, ον) (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμος («λιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.) αρχ. 1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο 2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος») 3.… …   Dictionary of Greek

  • οξύπλους — ουν και οος, οο (για πλοίο) 1. αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα, ταχύπλοος 2. αυτός που πλέει με γωνία όσο το δυνατόν πιο οξεία προς την κατεύθυνση τού ανέμου 3. το ουδ. ως ουσ. το οξύπλουν ταχύπλοο ιστιοφόρο πλοίο, ιδίως το πλοίο που μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • ποντοπλοΐα — η, Ν ο πλους στην ανοιχτή θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλοΐα (< πλοος < πλοῦς), πρβλ. ναυσι πλοΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ωκεανοπλοΐα — η, Ν 1. κλάδος τής ναυτικής επιστήμης που ασχολείται με τον διάπλου τών ωκεανών 2. ποντοπλοΐα, ναυσιπλοΐα στους ωκεανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + πλοΐα (< πλοος < πλους < πλέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”