ἀπό-πληκτος

ἀπό-πληκτος

ἀπό-πληκτος, niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάϑους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… …   Dictionary of Greek

  • ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • κισσόπληκτος — (Α) φρ. «μέλεα κισσόπληκτα» μέλη χτυπημένα από κισσό, από τον θύρσο, από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. ηλό πληκτος, κεραυνό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • εισμόπληκτος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημιές και καταστροφές από σεισμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τόπου που έχει πληγεί από σεισμό 3. (για τόπο) αυτός που πλήττεται συχνά από σεισμούς («σεισμόπληκτες περιοχές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόπληκτος — και δωρ. τ. σιδαρόπλακτος, ον, Α 1. ο χτυπημένος με σίδηρο, αυτός που υπέστη πληγές από σίδηρο, δηλαδή από ξίφος 2. αυτός που σκάφτηκε από σιδερένια σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / σιδαρο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόπληκτος — η, ο ο καμένος από τον ήλιο, ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό πληκτος, σεισμό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] …   Dictionary of Greek

  • θεόπληκτος — θεόπληκτος, δωρ. τ. θεόπλακτος, ον (Α) ο κτυπημένος από θεό, θεοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. δορί πληκτος, φαντασιό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • θηριόπληκτος — θηριόπληκτος, ον (Α) αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά πληκτος, κεραυνό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • καρδιόπληκτος — καρδιόπληκτος, ον (Α) (σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό πληκτος, φαντασιό πληκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”