- ἀπό-πνοος
ἀπό-πνοος, = ἄπνοος, Theophr., 1. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πνοος, = ἄπνοος, Theophr., 1. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραδύπνους — ουν (Α βραδύπνοος, ον) αυτός που πάσχει από βραδύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, εύπνοος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εύπνους — ουν (ΑΜ εὔπνους, ουν, Α και ἐϋπνοος, οον) 1. αυτός που αναπνέει καλά, φυσιολογικά αρχ. 1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο στον αέρα 2. (για οικήματα, δέντρα ή τόπους) αυτός που αερίζεται άφθονα, που είναι εκτεθειμένος στον αέρα 3. (για τον αέρα) … Dictionary of Greek