- ἀπό-πρεμνος
ἀπό-πρεμνος, vom Stamme aus, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πρεμνος, vom Stamme aus, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυτόπρεμνος — αὐτόπρεμνος, ον (Α) 1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα 2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»] … Dictionary of Greek