- παρθενίσκη
παρθενίσκη, ἡ, = Vorigem, Arcad. 107, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενίσκη, ἡ, = Vorigem, Arcad. 107, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενίσκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίσκη — ἡ, Α [παρθένος] κοριτσάκι, παιδούλα … Dictionary of Greek
παρθενισκάριον — τὸ, Α [παρθενίσκη] παρθενίσκη* … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek