- ὀπωρ-ώνης
ὀπωρ-ώνης, ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπωρ-ώνης, ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek
κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… … Dictionary of Greek
οψώνης — ὀψώνης, ὁ (Α) αγοραστής τροφίμων, ιδίως ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, ψάρι» + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek