- ὀπωρο-πώλης
ὀπωρο-πώλης, ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπωρο-πώλης, ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποπώλης — ο πωλητής ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης οπωρο πώλης] … Dictionary of Greek
κολλοπώλης — κολλοπώλης, ὁ (Α) πωλητής κόλλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, οπωρο πώλης] … Dictionary of Greek