ὀπωριαῖος

ὀπωριαῖος

ὀπωριαῖος, zur ὀπώρα gehörig, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπωριαίος — ὀπωριαῑος, αία, ον (Α) 1. φθινοπωρινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα τα φρούτα, τα οπωρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ωρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”