- ὀπτήτειρα
ὀπτήτειρα, ἡ, die Bratende, κάμινος, Callim. bei B. A. 1209 nach Emend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτήτειρα, ἡ, die Bratende, κάμινος, Callim. bei B. A. 1209 nach Emend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπτήτειρα — ὀπτήτειρα, ἡ (Α) (σχετικά με κάμινο) αυτή που ψήνει («ὀπτήτειρα κάμινος», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτῶ «ψήνω» + επίθημα τειρα, θηλ. τού τήρ (πρβλ. κοσμή τειρα, ορμή τειρα)] … Dictionary of Greek
ὀπτήτειρα — one who roasts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)