- ὀπτίων
ὀπτίων, ονος, ὁ, das lat. optio, der Gehülfe, bes. der Stellvertreter des Anführers eines Heeres, Plut. Galb. 24, f. L. ὀπίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτίων, ονος, ὁ, das lat. optio, der Gehülfe, bes. der Stellvertreter des Anführers eines Heeres, Plut. Galb. 24, f. L. ὀπίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπτίων — ὀπτίων, ωνος, ὁ (Α) 1. βοηθός 2. (στον στρατό) διάδοχος ή αντιπρόσωπος τού αρχηγού στρατιωτικής μονάδας, υπασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. optio, ōnis «συνεργός, σύμβουλος»] … Dictionary of Greek
ὀπτίων — ὀπτάω roast pres part act masc nom sg (epic doric ionic) ὀπτίων optio masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτιόνων — ὀπτίων optio masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονα — ὀπτίων optio masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονας — ὀπτίων optio masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονες — ὀπτίων optio masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίονος — ὀπτίων optio masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπτίων — ωνος, ὁ, Μ βοηθός υπασπιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀπτίων «βοηθός, υπασπιστής»] … Dictionary of Greek