ὀπτασία

ὀπτασία

ὀπτασία, ἡ, = ὄψις, Gesicht, Anblick; Philet. 1 (VI, 210); N. T. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀπτασία — ὀπτασίᾱ , ὀπτασία vision fem nom/voc/acc dual ὀπτασίᾱ , ὀπτασία vision fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτασίᾳ — ὀπτασίαι , ὀπτασία vision fem nom/voc pl ὀπτασίᾱͅ , ὀπτασία vision fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτασία — η (ΑΜ ὀπτασία) [οπτάζομαι] 1. όραμα, θέα, θέαμα 2. μορφή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου κάποιου ή στη φαντασία του ή σε κατάσταση έκστασης αρχ. 1. εμφάνιση, παρουσία 2. (κατά τον Ησύχ.) «θεωρία, φαντασία» …   Dictionary of Greek

  • οπτασία — η το όραμα που βλέπουμε με τη φαντασία ή σε κατάσταση έκστασης, αλλ. ψευδαίσθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπτασίας — ὀπτασίᾱς , ὀπτασία vision fem acc pl ὀπτασίᾱς , ὀπτασία vision fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτασίαι — ὀπτασία vision fem nom/voc pl ὀπτασίᾱͅ , ὀπτασία vision fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτασίαν — ὀπτασίᾱν , ὀπτασία vision fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτασιῶν — ὀπτασία vision fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτασίαις — ὀπτασία vision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτασίην — ὀπτασία vision fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”