- ἀ-πρᾱγής
ἀ-πρᾱγής, ές. unthätig, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πρᾱγής, ές. unthätig, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αδικοπραγής — ἀδικοπραγής, ές (Μ) αυτός που κάνει κάτι άδικα, που κάνει αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγής < πέπραγα, πράττω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδικοπραγία] … Dictionary of Greek
αθεμιτοπραγία — και πραξία, η αθέμιτη, παράνομη πράξη, παρανομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθέμιτος + πραγής < πράττω] … Dictionary of Greek
δικαιοπραγής — δικαιοπραγής, ές (Α) αυτός που ενεργεί δίκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + πραγής < θ. πραγ , πρβλ. πράγ μα (πράσσω / πράττω)] … Dictionary of Greek
θεοπραγία — και θεοπραξία, ή (Μ) θεία ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πραγία ( πραγής < πράσσω < *πραγ jω), πρβλ. δικαιο πραγία, δυσ πραγία] … Dictionary of Greek
καινοπραγία — καινοπραγία, ἡ (Α) νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραγία (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγα), πρβλ. αδικο πραγία, βιαιο πραγία] … Dictionary of Greek
καινοπραγώ — καινοπραγῶ, έω (Μ) κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραγῶ (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. αδικο πραγώ, κακο πραγώ] … Dictionary of Greek
κακοπραγής — κακοπραγής, ές (Α) αυτός που κάνει κάτι κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραγής < θ. πραγ , πρβλ. πέπραγα τού πράττω*] … Dictionary of Greek
κοινοπραγώ — και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, έω) κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τούς τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῑς Αίτωλοῑς», Πολ.) αρχ. συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πραγῶ (<… … Dictionary of Greek
νεοπραγώ — νεοπραγῶ, έω (Α) καινοτομώ, νεωτερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πραγῶ (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. αδικο πραγώ, κακο πραγώ] … Dictionary of Greek