- ἀ-προ-όρᾱτος
ἀ-προ-όρᾱτος, dasselbe, Sp.; Poll. 1, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-προ-όρᾱτος, dasselbe, Sp.; Poll. 1, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… … Dictionary of Greek
προοπτάνω — Μ προορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ὀπτάνομαι «είμαι ορατός»] … Dictionary of Greek