- παρθενο-πρεπής
παρθενο-πρεπής, ές, für Jungfrauen sich passend, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενο-πρεπής, ές, für Jungfrauen sich passend, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενοπρεπής — ές, Μ αυτός που αρμόζει σε παρθένο. επίρρ... παρθενοπρεπῶς Μ με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek