- παρθενεών
παρθενεών, ῶνος, ὁ, = παρϑενών, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενεών, ῶνος, ὁ, = παρϑενών, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενεών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενεών — ὁ, Α (ιων. ποιητ. τ.) βλ. Παρθενών … Dictionary of Greek
παρθενεῶνα — παρθενεών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενεῶνος — παρθενεών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενών — ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν 1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνες ιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια τής οικογένειας 2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώνας ο περιώνυμος ναός τής Αθηνάς… … Dictionary of Greek