- αἰᾱνός
αἰᾱνός, ή, όν, traurig, νύξ Aesch. Eum. 394; Soph. El. 506; aber Ai. 657 ist νυκτὸς αἰανῆς κύκλος von Herm. nach mss. in αἰανής geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰᾱνός, ή, όν, traurig, νύξ Aesch. Eum. 394; Soph. El. 506; aber Ai. 657 ist νυκτὸς αἰανῆς κύκλος von Herm. nach mss. in αἰανής geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιανός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Τυρρηνίας Ελύμου. Ο Α. ήταν προστάτης και ιδρυτής της μακεδονικής πόλης Αιανή ή Αίανα. * * * αἰανός (Α) (Στον Ησύχιο και στο λεξικό τής Σούδας) παρεφθαρμένος παθ. τύπος ή άλλη γραφή τού αἰανής (Σοφ.… … Dictionary of Greek