- αἰώρησις
αἰώρησις, ἡ, das Schweben, Plat. Tim. 89 a; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰώρησις, ἡ, das Schweben, Plat. Tim. 89 a; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰωρήσει — αἰώρησις oscillatory movement fem nom/voc/acc dual (attic epic) αἰωρήσεϊ , αἰώρησις oscillatory movement fem dat sg (epic) αἰώρησις oscillatory movement fem dat sg (attic ionic) αἰωρέω lift up aor subj act 3rd sg (epic) αἰωρέω lift up fut ind mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωρήσεις — αἰώρησις oscillatory movement fem nom/voc pl (attic epic) αἰώρησις oscillatory movement fem nom/acc pl (attic) αἰωρέω lift up aor subj act 2nd sg (epic) αἰωρέω lift up fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωρήσεσι — αἰώρησις oscillatory movement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωρήσεσιν — αἰώρησις oscillatory movement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰώρησιν — αἰώρησις oscillatory movement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… … Dictionary of Greek
εώρησις — ἐώρησις, ἡ (Α) 1. δ. γρφ. τού αἰώρησις* κατά το λεξ. Σούδα «κρέμασις» … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
αἰωρήσεων — αἰωρήσεω̆ν , αἰώρησις oscillatory movement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωρήσεως — αἰωρήσεω̆ς , αἰώρησις oscillatory movement fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)