- βῦζα
βῦζα, ἡ, = βύας, Nic. bei Anton. Liber. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βῦζα, ἡ, = βύας, Nic. bei Anton. Liber. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βύζα — Βύζᾱ , Βύζης masc nom/voc/acc dual Βύζης masc voc sg Βύζᾱ , Βύζης masc gen sg (doric aeolic) Βύζης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύζα — βύ̱ζᾱ , βῦζα fem nom/voc/acc dual βύ̱ζᾱ , βῦζα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύζᾳ — Βύζαι , Βύζης masc nom/voc pl Βύζᾱͅ , Βύζης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύζᾳ — βύ̱ζᾱͅ , βῦζα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύζας — Βύζᾱς , Βύζης masc acc pl Βύζᾱς , Βύζης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βύζαν — Βύζᾱν , Βύζης masc acc sg (epic doric aeolic) Βύζης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύζας — βύ̱ζᾱς , βῦζα fem acc pl βύ̱ζᾱς , βῦζα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούζουνας — ο και βουζούνα, η και βουζούνι, το σπυρί με πύο, δοθιήν, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. βυζούνι < βυζούνι < βύζα, μεγεθ. του ουσ. βυζί*. Ο τ. βούζουνας μεγεθ. του ουσ. βουζούνι] … Dictionary of Greek
κράβυζος — κράβυζος, ὁ (Α) είδος οστρακοδέρμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεν πρόκειται για δάνεια λ., ίσως να προέρχεται από αμάρτυρο *κραβό βυζος (με συλλαβική ανομοίωση) < κράβος «είδος θαλάσσιου πουλιού» + βῦζα «κουκουβάγια». Σημασιολογικά, ωστόσο … Dictionary of Greek
μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek