μῦς

μῦς

μῦς, μοός, ὁ, 1) die Maus, mus, Ar. Vesp. 206 u. Folgde. Sprichwörtlich μῦς ἐν πίετῃ, ἐν ἅλμῃ, μῦς πίττης γεύεται, die Maus steckt im Pech, unser »er ist in der Dinte«, Paroemiogr.; Dem. 50, 28; – μῦς λεοκός, ein geiler Luftling, Phot.; vgl. Philem. bei Ael. H. A. 12, 10. – 2) die Miesmuschel, μύαξ; Aesch. fr. 22; Philyll. u. A. bei Ath. III, 86 e; Antiphan. ib. VII, 295 c. – 3) eine große Wallfischart, der Bartenwallfisch, musculus, Arist. H. A. 3, 12. – 4) die Muskel, Maus, Theocr. 22, 48 u. Medic. – ist in den zwei-u. dreisylbigen Casus, wie in den Zusammensetzungen immer kurz. Vgl. aber μυών u. μυοδόκος.]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μῦς — mouse masc/fem nom sg μῦς mouse masc acc pl μῦς mouse masc nom/voc pl μῦς mouse masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῦς — mouse masc acc pl Μῦς mouse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • Μύς — Μύ̱ς , Μῦς mouse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύς — μύ̱ς , μῦς mouse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυς — ο μυός, πληθ. μύες 1. καθένα από τα όργανα του σώματος που έχουν την ιδιότητα να συστέλλονται και να κινούν άλλα όργανα, πάνω στα οποία προσφύονται. 2. ο ποντικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινωτός μυς — Μυς που βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του ακτινωτού σώματος και αποτελείται από επιμήκεις και κυκλικές μυϊκές ίνες. Με τη σύσπαση του α.μ. (λέγεται και προσαρμοστήρας μυς του ματιού), χαλαρώνει η ακτινωτή ζώνη με αποτέλεσμα να κυρτώνεται ο… …   Dictionary of Greek

  • δικέφαλος μυς — Μυς στο επάνω μέρος του βραχίονα ή στο πίσω μέρος του μηρού, ο οποίος ελέγχει ορισμένες κινήσεις του βραχίονα ή του ποδιού αντίστοιχα …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικός μυς — Μυς του προσώπου που διακρίνεται στον μείζονα ζ.μ. που εκφύεται από το ζυγωματικό τόξο και καταφύεται στη γωνία του στόματος, της οποίας επιτυγχάνεται η έλξη με τη σύσπαση του μυός αυτού, και στον ελάσσονα ζ.μ. που εκφύεται από την παρειακή… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοϋπερώιος — (μυς), ο μικρός διπλός μυς τής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • μυσί — μῦς mouse masc/fem dat pl μῦς mouse masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”