μῡέλινος

μῡέλινος

μῡέλινος, von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυέλινος — η, ο (Α μυέλινος, η, ον) [μυελός] 1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό 2. μτφ. τρυφερός, απαλός νεοελλ. φρ. α) «μυέλινο ιστίο» μέρη λευκής ουσίας τής παρεγκεφαλίδας β) «μυέλινη ταινία» λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια τού οπτικού …   Dictionary of Greek

  • μυελίνην — μυέλινος soft as marrow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”