- μῡθήρια
μῡθήρια, τά, Sagen, Erzählungen, ein von den Grammatikern gemachtes Wort, um μυστήρια herzuleiten u. zu deuten, E. M. 595, 48; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡθήρια, τά, Sagen, Erzählungen, ein von den Grammatikern gemachtes Wort, um μυστήρια herzuleiten u. zu deuten, E. M. 595, 48; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυθήρια — μυθήρια, τὰ (Α) 1. μύθοι, διηγήματα 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μυστήρια, μυθήρια μῡθος γὰρ ὁ λόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. φτειαχτή κατά το μοντέλο τού μυστήρια προκειμένου να ερμηνεύσει ετυμολογικά τη λ.] … Dictionary of Greek
μυθήρια — traditions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)