- μῡθο-λέσχης
μῡθο-λέσχης, ὁ, = μυϑολόγος, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡθο-λέσχης, ὁ, = μυϑολόγος, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσολέσχης — κυσολέσχης, ὁ (AM) αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. μυθο λέσχης, χρησμο λέσχης] … Dictionary of Greek
λογολέσχης — λογολέσχης, ὁ (ΑM) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσο λέσχης, μυθο λέσχης] … Dictionary of Greek