- μῡθο-πλάστης
μῡθο-πλάστης, ὁ, der Sagen, Fabeln erdichtet, Lycophr. 764 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡθο-πλάστης, ὁ, der Sagen, Fabeln erdichtet, Lycophr. 764 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… … Dictionary of Greek
κεραμοπλάστης — κεραμοπλάστης, ὁ (Α) κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσο πλάστης, μυθο πλάστης] … Dictionary of Greek
κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει … Dictionary of Greek
κανθοπλασία — ή κανθοπλαστική, η ιατρ. εγχείρηση κατά την οποία επεκτείνεται προς τα έξω η βλεφαρική σχισμή με τομή κατά τον έξω κανθό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canthoplastie < cantho (πρβλ. κανθός) + plastie (πρβλ. πλαστία < πλάστης <… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek