- μῡθο-πλόκος
μῡθο-πλόκος, Sagen verflechtend, eine Rede künstlich drehend, verschlingend, Eros, Sappho frg. 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡθο-πλόκος, Sagen verflechtend, eine Rede künstlich drehend, verschlingend, Eros, Sappho frg. 97.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυγοπλόκος — λυγοπλόκος, ον (Α) λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο πλόκος, μυθο πλόκος] … Dictionary of Greek