- μῡθιάζομαι
μῡθιάζομαι, = μυϑίζομαι, Bahr. praef. II, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡθιάζομαι, = μυϑίζομαι, Bahr. praef. II, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυθιάζομαι — (Α) [μύθος] διηγούμαι μύθους … Dictionary of Greek
μυθιάζομαι — μῡθιάζομαι , μυθιάζομαι recount fables pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μυθιῆται — μῡθιῆται , μυθίζω fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) μῡθιῆται , μυθιάζομαι recount fables fut ind mp 3rd sg (doric) μυθιήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)