- μῡδαίνω
μῡδαίνω, befeuchten, benetzen, durchwässern; Ap. Rh. 3, 1042. 1247; Lycophr. 1008; auch = durch Nässe verfaulen lassen, σήπω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡδαίνω, befeuchten, benetzen, durchwässern; Ap. Rh. 3, 1042. 1247; Lycophr. 1008; auch = durch Nässe verfaulen lassen, σήπω, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυδαίνω — (Α) 1. υγραίνω, μουσκεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
διαμυδαίνω — (Α) [μυδαίνω] διαμυδώ … Dictionary of Greek
μυδώ — μυδῶ, άω (Α) 1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.) 2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek