- μῡδαλόεις
μῡδαλόεις, εσσα, εν, = Vorigem, μυδαλόεντα ὄμματα, Strat. 68 (XII, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡδαλόεις, εσσα, εν, = Vorigem, μυδαλόεντα ὄμματα, Strat. 68 (XII, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυδαλόεις — μυδαλόεις, εσσα, εν (Α) μυδαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδαλ έος + κατάλ. όεις (πρβλ. μυδ όεις)] … Dictionary of Greek
μυδαλόεντα — μῡδαλόεντα , μυδαλόεις neut nom/voc/acc pl μῡδαλόεντα , μυδαλόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)