μῡσίδδω, lakon. = μυϑίζω, Ar. Lys. 94. 981. 1076.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυσίδδω — (Α) (λακων. τ.) βλ. μυθίζω … Dictionary of Greek
μυθίζω — (ΑΜ, Α δωρ. τ. μυθίσδω, λακωνικός τ. μυσίδδω) [μύθος] λέγω («μύσιδδέ τοι ὅτι λῇς ποθ ἁμέ», Αριστοφ.) αρχ. καλώ, αποκαλώ, επονομάζω … Dictionary of Greek