μῡρί-αρχος, zehntausend Mann befehligend, Xen. Cyr. 3, 3, 11 u. öfter, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναΐαρχος — ναΐαρχος, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού ναού τού Ναΐου Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νάϊος + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυρί αρχος] … Dictionary of Greek
μυρίαρχος — μυρίαρχος, ὁ (Α) μυριάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ταξί αρχος] … Dictionary of Greek