- μῡριο-πλάσιος
μῡριο-πλάσιος, zehntausendfältig, unzählig vielmals mehr; Xen. Oec. 8, 22; Arist. Eth. 7, 6; auch adv., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριο-πλάσιος, zehntausendfältig, unzählig vielmals mehr; Xen. Oec. 8, 22; Arist. Eth. 7, 6; auch adv., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσαπλασίων — ὁσαπλασίων, ον (Α) όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλασίων (< πλάσιος με την κατάλ. τού συγκριτικού βαθμού ίων), πρβλ. μυριο πλασίων] … Dictionary of Greek
χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] … Dictionary of Greek