- μῡρι-αγωγός
μῡρι-αγωγός, zehntausend Mann führend, bes. ναῦς, ein Schiff, das zehntausend Mann oder Lasten u. vgl. führen kann, Strab. III, 151; D. Hal. 3, 44 u. a. Sp. Vgl. μυριοφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡρι-αγωγός, zehntausend Mann führend, bes. ναῦς, ein Schiff, das zehntausend Mann oder Lasten u. vgl. führen kann, Strab. III, 151; D. Hal. 3, 44 u. a. Sp. Vgl. μυριοφόρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριαγωγός — μυριαγωγός, όν (Α) 1. αυτός που περιέχει ή μεταφέρει μύρια, δηλ. δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυριαγωγός (ενν. ναῡς) το πλοίο που μπορεί να περιλάβει δέκα χιλιάδες μετρικές μονάδες («ὁ δὲ Τάγος... ἔχει βάθος μέγα, ὥστε… … Dictionary of Greek