- μῡριό-λεκτος
μῡριό-λεκτος, zehntausendmal, unzählige Male gesagt, Xen. Hell. 5, 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριό-λεκτος, zehntausendmal, unzählige Male gesagt, Xen. Hell. 5, 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόλεκτος — θεόλεκτος, ον (Μ) 1. αυτός που ειπώθηκε από τον θεό 2. ο διαλεγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. μυριό λεκτος, νεό λεκτος] … Dictionary of Greek