- μῡρι-όμματος
μῡρι-όμματος, zehntausendäugig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡρι-όμματος, zehntausendäugig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριόμματος — μυριόμματος, ον (Α) αυτός που έχει πάρα πολλά μάτια, πολυόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + όμματος (< ὄμμα, ὄμματος)] … Dictionary of Greek