παρ-οικεσία

παρ-οικεσία

παρ-οικεσία, ἡ, = παροίκησις, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατοικεσία — και κατοικησία, ἡ (Α) κατοίκηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικεσία (< θ. οἰκέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ία), πρβλ. απ οικεσία, παρ οικεσία] …   Dictionary of Greek

  • παροικεσία — ἡ, Α παροικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οικεσία (< θ. οἰκετ τού οίκέτης με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι + κατάλ. ία), πρβλ. κατ οικεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”