- μῡρι-ωπός
μῡρι-ωπός, = μυριόμματος, Argos, Aesch. Prom. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡρι-ωπός, = μυριόμματος, Argos, Aesch. Prom. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριωπός — μυριωπός, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ωπός (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. αγρι ωπός] … Dictionary of Greek