- παρθενό-σφαγος
παρθενό-σφαγος (σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρϑενοσφάγοισι ῥείϑροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενό-σφαγος (σφάζω), von einem geopferten Mädchen, μιαίνων παρϑενοσφάγοισι ῥείϑροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 209.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόσφαγος — η, ο αυτός που έχει κοντή σφαγή, δηλ. κοντό τράχηλο, κοντολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + σφαγός (< σφαγή), πρβλ. ά σφαγος, παρθενό σφαγος] … Dictionary of Greek
χοιροσφάγος — ον, Α αυτός που σφάζει χοίρους οι οποίοι προορίζονται για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σφάγος (< σφάζω), πρβλ. παρθενο σφάγος, ταυρο σφάγος] … Dictionary of Greek
παιδοσφαγία — παιδοσφαγία, ἡ (ΑΜ) σφαγή παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. παρθενο σφαγία] … Dictionary of Greek