- μῑμέρα
μῑμέρα, ἡ, = μίμησις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑμέρα, ἡ, = μίμησις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιμέρα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μιμητική τέχνη καὶ μίμησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος] … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek