μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] … Dictionary of Greek
μιμηλός — μῑμηλός , μιμηλός imitative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμηλά — μῑμηλά , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc pl μῑμηλά̱ , μιμηλός imitative fem nom/voc/acc dual μῑμηλά̱ , μιμηλός imitative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμηλῶν — μιμηλάζω imitate fut part act masc voc sg μιμηλάζω imitate fut part act neut nom/voc/acc sg μιμηλάζω imitate fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μῑμηλῶν , μιμηλός imitative fem gen pl μῑμηλῶν , μιμηλός imitative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμηλόν — μῑμηλόν , μιμηλός imitative masc acc sg μῑμηλόν , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμηλότατα — μῑμηλότατα , μιμηλός imitative adverbial superl μῑμηλότατα , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιμηλότατον — μῑμηλότατον , μιμηλός imitative masc acc superl sg μῑμηλότατον , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
μιμηλάζω — (Α) [μιμηλός] μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.) … Dictionary of Greek
μιμηλή — η η μιμόζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. του επιθ. μιμηλός*] … Dictionary of Greek