μῑμηλός

μῑμηλός

μῑμηλός, nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • μιμηλός — μῑμηλός , μιμηλός imitative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλά — μῑμηλά , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc pl μῑμηλά̱ , μιμηλός imitative fem nom/voc/acc dual μῑμηλά̱ , μιμηλός imitative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλῶν — μιμηλάζω imitate fut part act masc voc sg μιμηλάζω imitate fut part act neut nom/voc/acc sg μιμηλάζω imitate fut part act masc nom sg (attic epic ionic) μῑμηλῶν , μιμηλός imitative fem gen pl μῑμηλῶν , μιμηλός imitative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλόν — μῑμηλόν , μιμηλός imitative masc acc sg μῑμηλόν , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλότατα — μῑμηλότατα , μιμηλός imitative adverbial superl μῑμηλότατα , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμηλότατον — μῑμηλότατον , μιμηλός imitative masc acc superl sg μῑμηλότατον , μιμηλός imitative neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μιμηλάζω — (Α) [μιμηλός] μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • μιμηλή — η η μιμόζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. του επιθ. μιμηλός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”