μῑμικός

μῑμικός

μῑμικός, die Mimen betreffend, nach Art der Mimen, bes. unanständig, wie Demetr. Phaler. 151 καὶ μιμικώτερα τὰ τοιαῠτά ἐστι καὶ αἰσχρά vrbdt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιμικός — ή, ό (Α μιμικός, ή, όν) [μίμος] αυτός που αναφέρεται στους μίμους ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών μίμων νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η μιμική η τέχνη τής έκφρασης τών σκέψεων ή τών συναισθημάτων με χειρονομίες, μορφασμούς κ.λπ. 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μιμική — μιμικός of the nature of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμικήν — μιμικός of the nature of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμικώτερα — μιμικός of the nature of neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Вугуклаки, Алики — Алики Вугуклаки Αλίκη Βουγιουκλάκη Имя при рождении: Алики Стаматина Кумундуру Дата рождения: 20 июля 1933(1933 07 20) …   Википедия

  • Вугуклаки — Вугуклаки, Алики Али´ки Стамати´на Вугукла´ки (греч. Αλίκη Βουγιουκλάκη), урождённая Кумунду´ру (20 июля 1933 23 июля 1996) гречанка, знаменитая актриса театра и кино. Родилась в г.Афины (район Маруси). Национальная звезда Греции. Проявила себя… …   Википедия

  • Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi …   Wikipedia

  • mímico — ► adjetivo 1 ESPECTÁCULOS, TEATRO Del mimo o de sus representaciones. 2 De la mímica. 3 Que imita. SINÓNIMO imitativo * * * mímico, a (del lat. «mimĭcus», del gr. «mimikós») 1 adj. Hecho con gestos o ademanes. 2 De [la] mímica: ‘Lenguaje mímico.… …   Enciclopedia Universal

  • ηθολόγος — ο (Α ἠθολόγος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηθολόγος ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ηθολογία αρχ. 1. αυτός που παριστάνει ήθη, χαρακτήρες με μιμικά σχήματα, αυτός που μιμείται κωμικά το ήθος κάποιου, μίμος, κωμικός υποκριτής… …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • πλάτυσμα — το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ το αποτέλεσμα τού πλατύνω 2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο νεοελλ. 1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών 2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα» ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς τού τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”