νῑκήτωρ

νῑκήτωρ

νῑκήτωρ, ορος, ὁ, poet. = νικητήρ (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νικήτωρ — νικήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ, Α δωρ. τ. νικάτωρ) 1. νικητής 2. ως επίθ. νικηφόρος («τοὺς νικήτορας στρατιώτας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • νικητόρων — νικήτωρ victorious masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικήτορας — νικήτωρ victorious masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικήτορες — νικήτωρ victorious masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • ευνοήτωρ — εὐνοήτωρ, ὁ (Μ) αυτός που σκέπτεται καλά για κάποιον, που ευνοεί κάποιον, που είναι φίλος ή θαυμαστής κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνοώ + κατάλ. τωρ (πρβλ. νικώ / νικήτωρ, φιλώ / φιλήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • νικάτωρ — νικάτωρ, ορος, ὁ (Α) βλ. νικήτωρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”