νῑκᾱτήρ, ῆρος, ὁ, dor. = νικητήρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νικατήρ — νικατήρ, ῆρος, ό (Α) βλ. νικητήρ … Dictionary of Greek
νικατῆρες — νικατήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητήρ — νικητήρ, δωρ. τ. νικατήρ, ῆρος, ὁ (Α) νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] … Dictionary of Greek