νῑκητικός

νῑκητικός

νῑκητικός, zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; παρασκευή, Xen. Mem. 3, 4, 11; ὑπόϑεσις νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… …   Dictionary of Greek

  • νικητικός — νῑκητικός , νικητικός likely to conquer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικά — νῑκητικά , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc pl νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc/acc dual νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικῶν — νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer fem gen pl νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικόν — νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer masc acc sg νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικαί — νῑκητικαί , νικητικός likely to conquer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοῖς — νῑκητικοῖς , νικητικός likely to conquer masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοί — νῑκητικοί , νικητικός likely to conquer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικοῦ — νῑκητικοῦ , νικητικός likely to conquer masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικητικούς — νῑκητικούς , νικητικός likely to conquer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”