- νῑκό-βουλος
νῑκό-βουλος, im Rathe siegend, Ar. Equ. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νῑκό-βουλος, im Rathe siegend, Ar. Equ. 613.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίβουλος — ον, Α αυτός που δίνει καταστρεπτικές συμβουλές («πυρίβουλος Ἑκάτη», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βουλος (< βουλή), πρβλ. νικό βουλος] … Dictionary of Greek