- μῑσ-ήλιος
μῑσ-ήλιος, sonnenschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσ-ήλιος, sonnenschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυξήλιος — ον, Α αυτός που αποφεύγει τον ήλιο, που θέλει σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ἥλιος (πρβλ. μισ ήλιος)] … Dictionary of Greek