μῑσ-άλληλος

μῑσ-άλληλος

μῑσ-άλληλος, einander gegenseitig hassend, καὶ ἀσυνάλλακτος βίος, D. Hal. 5, 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φεράλληλος — ον, Α (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο. επίρρ... φεραλλήλως Μ με αμοιβαίο δεσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + άλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων*), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”