- μῑσητία
μῑσητία, ἡ, Geilheit, Unzucht oder unersättliche Gier; Ar. Av. 1620, Schol. ἡ εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασία, od. allgemein ἀπληστία, Plut. 989, Schol. το εἰς τὰς συνουσίας εὐεπίφορον, vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσητία, ἡ, Geilheit, Unzucht oder unersättliche Gier; Ar. Av. 1620, Schol. ἡ εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασία, od. allgemein ἀπληστία, Plut. 989, Schol. το εἰς τὰς συνουσίας εὐεπίφορον, vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισητία — και μισητεία, ἡ (Α) [μισητός] έντονη σεξουαλική επιθυμία, λαγνεία, ροπή προς τα αφροδίσια 2. (γενικά) απληστία για οτιδήποτε … Dictionary of Greek
μισητιά — η (Μ μισητιά και μισητία και μεσητιά) μίσος, έχθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητής (ή < μισητός) + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
μισητία — μῑσητίᾱ , μισητία lust fem nom/voc/acc dual μῑσητίᾱ , μισητία lust fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητίᾳ — μῑσητίαι , μισητία lust fem nom/voc pl μῑσητίᾱͅ , μισητία lust fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητίας — μῑσητίᾱς , μισητία lust fem acc pl μῑσητίᾱς , μισητία lust fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητεία — μισητεία, ἡ (Α) βλ. μισητία … Dictionary of Greek
μισητίαν — μῑσητίᾱν , μισητία lust fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)