μῑσό-λεκτρος

μῑσό-λεκτρος

μῑσό-λεκτρος, das Bett, die Ehe hassend, ehescheu. Heliod. 3, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλόλεκτρος — ον, Α αυτός που τού αρέσει το γαμήλιο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λεκτρος (< λεκτρον «κλίνη, γαμήλιο κρεβάτι»), πρβλ. μισό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

  • φυγόλεκτρος — ον, Α φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. Β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”