- μῑσό-τεκνος
μῑσό-τεκνος, Kinder hassend, Kinderfeind, Aesch. 3, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσό-τεκνος, Kinder hassend, Kinderfeind, Aesch. 3, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλότεκνος — η, ο / φιλότεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα παιδιά του νεοελλ. αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον η φιλοτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισό τεκνος] … Dictionary of Greek