μῑσό-πτωχος

μῑσό-πτωχος

μῑσό-πτωχος, Bettler hassend, ϑεά, Podagra, Lucian. ep. 27 (XI, 403).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλόπτωχος — η, ο / φιλόπτωχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά και βοηθά τους φτωχούς νεοελλ. (για ίδρυμα) αυτός που αποβλέπει στην παροχή βοήθειας στους φτωχούς («φιλόπτωχο ταμείο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πτωχός (πρβλ. μισό πτωχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”